ιεραρχικός

ιεραρχικός
η , ό[ν] иерархический;

ιεραρχική κλίμακα — иерархическая лестница


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιεραρχικός" в других словарях:

  • ιεραρχικός — ή, ό (Α ἱεραρχικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραρχία ή στον ιεράρχη νεοελλ. αυτός που τηρεί την τάξη τής υπηρεσιακής ιεραρχίας. επίρρ... ιεραρχικώς και ά (Α ἱεραρχικῶς) με ιεραρχική τάξη, σύμφωνα με τους κανόνες τής υπηρεσιακής… …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον ιεράρχη: Ιεραρχικό αξίωμα. 2. αυτός που τηρεί την τάξη της ιεραρχίας: Ιεραρχική υποβολή παραπόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • jerárquico — ► adjetivo De la jerarquía: ■ las sectas tienen una estructura jerárquica. * * * jerárquico, a adj. De [la] jerarquía: ‘Organización jerárquica. Superior jerárquico’. * * * jerárquico, ca. (Del gr. ἱεραρχικός). adj. Perteneciente o relativo a la… …   Enciclopedia Universal

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… …   Dictionary of Greek

  • ιεράρχιος — ἱεράρχιος, ον (Α) ο ιεραρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άρχιος (< αρχος < άρχω), πρβλ. πολυ άρχιος, υπερ άρχιος] …   Dictionary of Greek

  • πριμαντόνα — η, Ν 1. ιεραρχικός τίτλος που δινόταν κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα στην τραγουδίστρια που ερμήνευε τους πρώτους ρόλους σε ένα μουσικό θέατρο οποιοδήποτε κι αν ήταν το φωνητικό της είδος 2. (σήμ.) χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως στις… …   Dictionary of Greek

  • Σπένσερ, Χέρμπερτ — (Spencer). Άγγλος θετικιστής και εξελικτικός φιλόσοφος (Ντέρμπι 1820 Μπράιτον 1903). Αυτοδίδακτος και διαπαιδαγωγημένος σε αντικονφορμιστικό περιβάλλον, διαμόρφωσε τις απόψεις του με τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Μηχανικός των σιδηροδρόμων,… …   Dictionary of Greek

  • ՎՍԵՄԱՊԵՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0831 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἰεραρχικός, ἰερός hierarchicus, sacer. Սեպհական վսեմապետի, եւ վսեմապետական. սրբազան. քահանայապետական. *Եկեղեցական վսեմապետական իրագործութեանց: Ըստ վսեմապետական սրբոյ ժողովոյն աւարտողի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՔԱՀԱՆԱՅԱՊԵՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0968 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 12c ա. ἰεραρχικός, ἁρχιερατικός pontificius, pontificalis ἰερότατος sacrosanctus, sanctissimus. Սեպհական քահանայապետի եւ քահանայապետութեան. սուրբ. սրբազան. *Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»